λουτεολίνη

λουτεολίνη
Χρωστική που βρίσκεται κυρίως στο φυτό Reseda luteola, της οικογένειας των ρεζεντιδών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Έχει σημείο τήξης 329°C, βάφει το βαμβάκι πορτοκαλί ύστερα από πρόστυψη με άλατα αργίλιου και είναι γνωστή ως χρώμα ήδη από την αρχαιότητα.
* * *
η
(βιοχ.) κρυσταλλική κίτρινη χρωστική που συνήθως απαντά ως γλυκοζίτης σε πολλά φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. luteolin < luteol < νεολατ. luteola, θηλ. τού luteolus «κίτρινος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρεζεντά — Μονοετείς ή πολυετείς πόες, με μικρά ακανόνιστα άνθη κατά επάκριους στάχεις ή βότρεις, του γένους ρεζεδά (οικογένεια Ρεζεδιδών, δικοτυλήδονα). Ένα είδος της ελληνικής χλωρίδας πολύ κοινό σε άγονους, αμμουδερούς και ξηρούς τόπους είναι η ώχρα ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”